συνθηματικός

συνθηματικός
-ή, -ό / συνθηματικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [σύνθημα, -ατος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σύνθημα
2. αυτός που περιέχει ή εκφράζει ένα σύνθημα, ένα σημείο συμφωνημένο εκ τών προτέρων, συμβολικός (α. «συνθηματικές γλώσσες»
[γλωσσ.] ιδιώματα που χρησιμοποιούνται από ομάδες ατόμων με κοινά ενδιαφέροντα ή με την ίδια επαγγελματική απασχόληση, συνήθως για να επιτυγχάνεται η συνεννόηση τών μελών τής ομάδας με τρόπο που να μην γίνονται αντιληπτά από τρίτους, αλλ. μυστικά ιδιώματα ή κρυφές γλώσσες
β. «ἔχοντα παρά τε Νικόμαχου καὶ Μελαγκόμα συνθηματικὰ γράμματα», Πολ.)
(μσν.- αρχ.) αυτός που περιλαμβάνει σύμβολα, σχήματα ή αντικείμενα με τα οποία υποδηλώνονται κατά συνθήκη, μετά από συνεννόηση, ορισμένες έννοιες.
επίρρ...
συνθηματικώς / συνθηματικῶς ΝΜΑ, και συνθηματικά Ν
με συνθηματικά σημεία, με συνθήματα (α. «μιλούν συνθηματικά για να μην τους καταλαβαίνουν οι άλλοι» β. «στολὰς γεγραμμένας συνθηματικῶς», Πολ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συνθηματικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που εκφράζει σύνθημα: Το σφύριγμα αυτό είναι συνθηματικό. – Συνεννοήθηκαν με συνθηματικές φράσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνθηματικά — συνθηματικός by preconcerted signs neut nom/voc/acc pl συνθηματικά̱ , συνθηματικός by preconcerted signs fem nom/voc/acc dual συνθηματικά̱ , συνθηματικός by preconcerted signs fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθηματικόν — συνθηματικός by preconcerted signs masc acc sg συνθηματικός by preconcerted signs neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθηματικῶς — συνθηματικός by preconcerted signs adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλειδάριθμος — Ο συνθηματικός αριθμός των κρυπτογραφικών κωδίκων, που χρησιμοποιείται για την αποκρυπτογράφηση των κειμένων. Ονομάζεται επίσης κωδικός αριθμός. Η λέξη κ. χρησιμοποιείται και για τους συνδυασμούς αριθμών, λέξεων ή αριθμών και λέξεων μαζί, που… …   Dictionary of Greek

  • συνθηματικώς — συνθηματικῶς ΝΜΑ, και συνθηματικά Ν βλ. συνθηματικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”